αρσιβαρίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρσιβαρίστρια < αρσιβαρίσ(τας) + -τρια
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.si.vaˈɾi.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐σι‐βα‐ρί‐στρι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρσιβαρίστρια θηλυκό
- θηλυκό του αρσιβαρίστας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρσιβαρίστρια
|