↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρρωστοφαγιά οι αρρωστοφαγιές
      γενική της αρρωστοφαγιάς των αρρωστοφαγιών
    αιτιατική την αρρωστοφαγιά τις αρρωστοφαγιές
     κλητική αρρωστοφαγιά αρρωστοφαγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρρωστοφαγιά < άρρωστ(ος) + -ο- + φαγ- (τρώω, τρώγω)+ -ιά[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρρωστοφαγιά θηλυκό,

  1. (ειρωνικό, οικείο) υποτιθέμενη αρρώστια από την οποία κάποιος πάσχει (που τάχα προέρχεται είτε από έλλειψη τροφής είτε, αντίθετα, από το πολύ φαγητό)
  2. (γενικότερα) ασθένεια που δεν υπάρχει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία