αρρωστιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρρωστιάρικος < αρρωστώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίααρρωστιάρικος
- ο επιρρεπής στις αρρώστιες, ο αρρωστιάρης, ο φιλάσθενος
- ασθενικός, αδύνατος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρρωστιάρικος
|