Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρρωστώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αρρωστώ

  1. γίνομαι άρρωστος, αρρωσταίνω
  2. (μτφ.) στενοχωριέμαι, υποφέρω
    όταν ακούω αυτόν τον άνθρωπο να αγορεύει, αρρωστώ
  3. κάνω κάποιον άρρωστο, κλονίζω την υγεία
    τον αρρώστησαν οι καταχρήσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία