αρμανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αρμανικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους Αρμάνους, ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτούς.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρεμενικός (αρβανιτοβλαχικός)
- ρουμανικός