↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργιθεάτικος η αργιθεάτικη το αργιθεάτικο
      γενική του αργιθεάτικου της αργιθεάτικης του αργιθεάτικου
    αιτιατική τον αργιθεάτικο την αργιθεάτικη το αργιθεάτικο
     κλητική αργιθεάτικε αργιθεάτικη αργιθεάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργιθεάτικοι οι αργιθεάτικες τα αργιθεάτικα
      γενική των αργιθεάτικων των αργιθεάτικων των αργιθεάτικων
    αιτιατική τους αργιθεάτικους τις αργιθεάτικες τα αργιθεάτικα
     κλητική αργιθεάτικοι αργιθεάτικες αργιθεάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αργιθεάτικος < Αργιθεάτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.ʝi.θeˈa.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γι‐θε‐ά‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

αργιθεάτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Αργιθέα ή τους κατοίκους της

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία