Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργεντίνικος η αργεντίνικη το αργεντίνικο
      γενική του αργεντίνικου της αργεντίνικης του αργεντίνικου
    αιτιατική τον αργεντίνικο την αργεντίνικη το αργεντίνικο
     κλητική αργεντίνικε αργεντίνικη αργεντίνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργεντίνικοι οι αργεντίνικες τα αργεντίνικα
      γενική των αργεντίνικων των αργεντίνικων των αργεντίνικων
    αιτιατική τους αργεντίνικους τις αργεντίνικες τα αργεντίνικα
     κλητική αργεντίνικοι αργεντίνικες αργεντίνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργεντίνικος < Αργεντιν(ή) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.ʝenˈdi.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γε‐ντί‐νι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

αργεντίνικος, -η, -ο

  • σχετικός με την Αργεντινή ή τους Αργεντινούς, ο αργεντινός
    ※  Η εντυπωσιακή απόδοση των αργεντίνικων μετοχών και ομολόγων κατά τη διάρκεια του έτους οφείλεται τόσο σε ένα φυσικό αντανακλαστικό, επακόλουθο της χειρότερης κρίσης της ιστορίας της, όσο και στην ουσιαστική διάζευξη των εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας από τις συνέπειες της χρεοκοπίας της κεντρικής κυβέρνησης δύο χρόνια νωρίτερα.
    Δημήτρης Γκιόκεζας, Επικίνδυνο τανγκό επενδυτών και αργεντίνικης κυβέρνησης, Η Καθημερινή, 26 Οκτωβρίου 2013

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία