αρβάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρβάλι | τα | αρβάλια |
γενική | του | αρβαλιού | των | αρβαλιών |
αιτιατική | το | αρβάλι | τα | αρβάλια |
κλητική | αρβάλι | αρβάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρβάλι < αρβαλίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρβάλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) λαβή σε μεταλλικά σκεύη (π.χ. καζάνια, λέβητες, κατσαρόλες κ.ά)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αρβάλι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.