αρβαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρβαλίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααρβαλίζω
- κάνω θόρυβο χτυπώντας τις χειρολαβές μεταλλικών σκευών
- (γενικότερα) κάνω θόρυβο
- (μεταφορικά) αλέθω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρβαλίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- αρβαλίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας