↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβοτουρκικός η αραβοτουρκική το αραβοτουρκικό
      γενική του αραβοτουρκικού της αραβοτουρκικής του αραβοτουρκικού
    αιτιατική τον αραβοτουρκικό την αραβοτουρκική το αραβοτουρκικό
     κλητική αραβοτουρκικέ αραβοτουρκική αραβοτουρκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβοτουρκικοί οι αραβοτουρκικές τα αραβοτουρκικά
      γενική των αραβοτουρκικών των αραβοτουρκικών των αραβοτουρκικών
    αιτιατική τους αραβοτουρκικούς τις αραβοτουρκικές τα αραβοτουρκικά
     κλητική αραβοτουρκικοί αραβοτουρκικές αραβοτουρκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αραβοτουρκικός < αραβο- + τουρκικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.tuɾ.ciˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βο‐τουρ‐κι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αραβοτουρκικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία