↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβοπερσικός η αραβοπερσική το αραβοπερσικό
      γενική του αραβοπερσικού της αραβοπερσικής του αραβοπερσικού
    αιτιατική τον αραβοπερσικό την αραβοπερσική το αραβοπερσικό
     κλητική αραβοπερσικέ αραβοπερσική αραβοπερσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβοπερσικοί οι αραβοπερσικές τα αραβοπερσικά
      γενική των αραβοπερσικών των αραβοπερσικών των αραβοπερσικών
    αιτιατική τους αραβοπερσικούς τις αραβοπερσικές τα αραβοπερσικά
     κλητική αραβοπερσικοί αραβοπερσικές αραβοπερσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αραβοπερσικός < αραβο- + περσικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.peɾ.siˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βο‐περ‐σι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αραβοπερσικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία