αραβισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾa.viˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αραβισμός αρσενικό
- κοινωνικοπολιτικό κίνημα το οποίο υποστηρίζει την προσάρτηση στην αραβική κουλτούρα
- το σύνολο των χαρακτηριστικών των Αράβων
- (γλωσσολογία) λέξη που προέρχεται από τα αραβικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραβισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αραβισμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας