Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αραβισμός οι αραβισμοί
      γενική του αραβισμού των αραβισμών
    αιτιατική τον αραβισμό τους αραβισμούς
     κλητική αραβισμέ αραβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραβισμός < αραβ(ίζω) + -ισμός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾa.viˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αραβισμός αρσενικό

  1. κοινωνικοπολιτικό κίνημα το οποίο υποστηρίζει την προσάρτηση στην αραβική κουλτούρα
  2. το σύνολο των χαρακτηριστικών των Αράβων
  3. (γλωσσολογία) λέξη που προέρχεται από τα αραβικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αραβισμόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας