Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απωανατολικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απωανατολικ
ός
η
απωανατολικ
ή
το
απωανατολικ
ό
γενική
του
απωανατολικ
ού
της
απωανατολικ
ής
του
απωανατολικ
ού
αιτιατική
τον
απωανατολικ
ό
την
απωανατολικ
ή
το
απωανατολικ
ό
κλητική
απωανατολικ
έ
απωανατολικ
ή
απωανατολικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απωανατολικ
οί
οι
απωανατολικ
ές
τα
απωανατολικ
ά
γενική
των
απωανατολικ
ών
των
απωανατολικ
ών
των
απωανατολικ
ών
αιτιατική
τους
απωανατολικ
ούς
τις
απωανατολικ
ές
τα
απωανατολικ
ά
κλητική
απωανατολικ
οί
απωανατολικ
ές
απωανατολικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απωανατολικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
απωανατολικός
αυτός που κατάγεται από την Άπω Ανατολή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απωανατολικός
αγγλικά
:
Far Eastern
(en)