Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απωανατολικός η απωανατολική το απωανατολικό
      γενική του απωανατολικού της απωανατολικής του απωανατολικού
    αιτιατική τον απωανατολικό την απωανατολική το απωανατολικό
     κλητική απωανατολικέ απωανατολική απωανατολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απωανατολικοί οι απωανατολικές τα απωανατολικά
      γενική των απωανατολικών των απωανατολικών των απωανατολικών
    αιτιατική τους απωανατολικούς τις απωανατολικές τα απωανατολικά
     κλητική απωανατολικοί απωανατολικές απωανατολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απωανατολικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απωανατολικός

  • αυτός που κατάγεται από την Άπω Ανατολή

  Μεταφράσεις επεξεργασία