αποτυμπανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτυμπανισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποτυμπανισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποτυμπανισμός αρσενικό
- (παρωχημένο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτυμπανίζω
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις αποτυμπανίζω, τυμπανίζω και τύμπανο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτυμπανισμός
|