αποτυμπανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτυμπανίζω < αρχαία ελληνική ἀποτυμπανίζω
Ρήμα
επεξεργασίααποτυμπανίζω
- (παρωχημένο) θανατώνω κάποιον με βασανιστήρια ή βασανιστικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτυμπανίζω | αποτυμπάνιζα | θα αποτυμπανίζω | να αποτυμπανίζω | αποτυμπανίζοντας | |
β' ενικ. | αποτυμπανίζεις | αποτυμπάνιζες | θα αποτυμπανίζεις | να αποτυμπανίζεις | αποτυμπάνιζε | |
γ' ενικ. | αποτυμπανίζει | αποτυμπάνιζε | θα αποτυμπανίζει | να αποτυμπανίζει | ||
α' πληθ. | αποτυμπανίζουμε | αποτυμπανίζαμε | θα αποτυμπανίζουμε | να αποτυμπανίζουμε | ||
β' πληθ. | αποτυμπανίζετε | αποτυμπανίζατε | θα αποτυμπανίζετε | να αποτυμπανίζετε | αποτυμπανίζετε | |
γ' πληθ. | αποτυμπανίζουν(ε) | αποτυμπάνιζαν αποτυμπανίζαν(ε) |
θα αποτυμπανίζουν(ε) | να αποτυμπανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτυμπάνισα | θα αποτυμπανίσω | να αποτυμπανίσω | αποτυμπανίσει | ||
β' ενικ. | αποτυμπάνισες | θα αποτυμπανίσεις | να αποτυμπανίσεις | αποτυμπάνισε | ||
γ' ενικ. | αποτυμπάνισε | θα αποτυμπανίσει | να αποτυμπανίσει | |||
α' πληθ. | αποτυμπανίσαμε | θα αποτυμπανίσουμε | να αποτυμπανίσουμε | |||
β' πληθ. | αποτυμπανίσατε | θα αποτυμπανίσετε | να αποτυμπανίσετε | αποτυμπανίστε | ||
γ' πληθ. | αποτυμπάνισαν αποτυμπανίσαν(ε) |
θα αποτυμπανίσουν(ε) | να αποτυμπανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτυμπανίσει | είχα αποτυμπανίσει | θα έχω αποτυμπανίσει | να έχω αποτυμπανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτυμπανίσει | είχες αποτυμπανίσει | θα έχεις αποτυμπανίσει | να έχεις αποτυμπανίσει | έχε αποτυμπανισμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποτυμπανίσει | είχε αποτυμπανίσει | θα έχει αποτυμπανίσει | να έχει αποτυμπανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτυμπανίσει | είχαμε αποτυμπανίσει | θα έχουμε αποτυμπανίσει | να έχουμε αποτυμπανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτυμπανίσει | είχατε αποτυμπανίσει | θα έχετε αποτυμπανίσει | να έχετε αποτυμπανίσει | έχετε αποτυμπανισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποτυμπανίσει | είχαν αποτυμπανίσει | θα έχουν αποτυμπανίσει | να έχουν αποτυμπανίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποτυμπανισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποτυμπανισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποτυμπανισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποτυμπανισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτυμπανίζω
|