τυμπανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατυμπανίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιατυμπάνιστος
- αποτυμπανίζω
- αποτυμπανισμός
- αρχιτυμπανιστής
- διατυμπανίζω
- διατυμπάνιση
- τυμπανιαίος
- τυμπανικός
- τυμπανισμένος
- τυμπανισμός
- τυμπανιστής
- τυμπανίστρια
- τυμπανίτιδα
- → δείτε τις λέξεις τύμπανο και τουμπανιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τυμπανίζω | τυμπάνιζα | θα τυμπανίζω | να τυμπανίζω | τυμπανίζοντας | |
β' ενικ. | τυμπανίζεις | τυμπάνιζες | θα τυμπανίζεις | να τυμπανίζεις | τυμπάνιζε | |
γ' ενικ. | τυμπανίζει | τυμπάνιζε | θα τυμπανίζει | να τυμπανίζει | ||
α' πληθ. | τυμπανίζουμε | τυμπανίζαμε | θα τυμπανίζουμε | να τυμπανίζουμε | ||
β' πληθ. | τυμπανίζετε | τυμπανίζατε | θα τυμπανίζετε | να τυμπανίζετε | τυμπανίζετε | |
γ' πληθ. | τυμπανίζουν(ε) | τυμπάνιζαν τυμπανίζαν(ε) |
θα τυμπανίζουν(ε) | να τυμπανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τυμπάνισα | θα τυμπανίσω | να τυμπανίσω | τυμπανίσει | ||
β' ενικ. | τυμπάνισες | θα τυμπανίσεις | να τυμπανίσεις | τυμπάνισε | ||
γ' ενικ. | τυμπάνισε | θα τυμπανίσει | να τυμπανίσει | |||
α' πληθ. | τυμπανίσαμε | θα τυμπανίσουμε | να τυμπανίσουμε | |||
β' πληθ. | τυμπανίσατε | θα τυμπανίσετε | να τυμπανίσετε | τυμπανίστε | ||
γ' πληθ. | τυμπάνισαν τυμπανίσαν(ε) |
θα τυμπανίσουν(ε) | να τυμπανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τυμπανίσει | είχα τυμπανίσει | θα έχω τυμπανίσει | να έχω τυμπανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τυμπανίσει | είχες τυμπανίσει | θα έχεις τυμπανίσει | να έχεις τυμπανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τυμπανίσει | είχε τυμπανίσει | θα έχει τυμπανίσει | να έχει τυμπανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τυμπανίσει | είχαμε τυμπανίσει | θα έχουμε τυμπανίσει | να έχουμε τυμπανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τυμπανίσει | είχατε τυμπανίσει | θα έχετε τυμπανίσει | να έχετε τυμπανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τυμπανίσει | είχαν τυμπανίσει | θα έχουν τυμπανίσει | να έχουν τυμπανίσει |
|