Δείτε επίσης: τουμπανιάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυμπανίζω < τύμπανο + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

τυμπανίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία