αρχιτυμπανιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχιτυμπανιστής < αρχι- + τυμπανιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχιτυμπανιστής αρσενικό
- ο επικεφαλής των τυμπανιστών
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιτυμπανιστής
|
αρχιτυμπανιστής αρσενικό
|