αποσυσχέτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσυσχέτιση | οι | αποσυσχετίσεις |
γενική | της | αποσυσχέτισης* | των | αποσυσχετίσεων |
αιτιατική | την | αποσυσχέτιση | τις | αποσυσχετίσεις |
κλητική | αποσυσχέτιση | αποσυσχετίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυσχετίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσυσχέτιση < αποσυσχετίζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσυσχέτιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσυσχετίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσυσχέτιση