Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυσχετίζω < απο- + συσχετίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποσυσχετίζω (παθητική φωνή: αποσυσχετίζομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία