Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απορριμματοσυλλέκτης οι απορριμματοσυλλέκτες
      γενική του απορριμματοσυλλέκτη των απορριμματοσυλλεκτών
    αιτιατική τον απορριμματοσυλλέκτη τους απορριμματοσυλλέκτες
     κλητική απορριμματοσυλλέκτη απορριμματοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορριμματοσυλλέκτης < απόρριμμα (απορρίμματος) + -ο- + συλλέκτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ɾi.ma.to.siˈle.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πορ‐ριμ‐μα‐το‐συλ‐λέ‐κτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απορριμματοσυλλέκτης αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που μαζεύει τα απορρίμματα
    ※ Ουσιαστικά μόνο κατ' επίφαση ονομάζονταν "αυτοδιοίκηση". Στην ουσία ήταν "ετεροδιοίκηση", αφού οι πολίτες της περιφέρειας, για να λύσουν τα προβλήματά τους, θα έπρεπε να προστρέχουν στο κέντρο, στην κεντρική εξουσία, έτσι ώστε ο έλεγχος από την κεντρική εξουσία να ασκείται ασφυκτικά προς την περιφέρεια. 'Ηταν η εποχή που η Τοπική Αυτοδιοίκηση, μοντέλο για την κρατούσα τότε κατάσταση ήταν: Η Τοπική Αυτοδιοίκηση απορριμματοσυλλέκτης. 'Ηταν η Τοπική Αυτοδιοίκηση ληξίαρχος.
    Ιωάννης Θωμόπουλος, Πρακτικά Βουλής, Θ΄ Περίοδος (Προεδρευομένης Δημοκρατίας), Σύνοδος Β΄, Συνεδρίαση Κ΄, Βουλή των Ελλήνων, Τρίτη 4 Νοεμβρίου 1997
    ※ Ο νεαρός ποδηλάτης ο οποίος κάθε μεσημέρι αναδεύει το περιεχόμενο των κάδων απορριμμάτων, έγινε φιλαράκι μου. Τον ερωτώ με δισταγμό και μου απαντά με θάρρος. Ναι, είναι απορριμματοσυλλέκτης. (Ο αριστοκράτης θα πει, "η δουλειά δεν είναι ντροπή". Η λοβιτούρα, όμως, άρχοντα, είναι…)
    Στιγμιαία Ιλαρό-στικτα, Ταχυδρόμος, 25 Ιουλίου 2008
    ※ Δεν γαμιέσαι, λέω μέσα μου, σαν πολλά παράπονα έκαναν όλοι τώρα τελευταία. Εντάξει, όχι ότι κινδυνεύεις να σε απολύσουν αν είσαι «απορριμματοσυλλέκτης» (κάνει ρίμα και με το ρέκτης), αλλά εγώ – λένε – έχω ένα μικρό προβληματάκι διαχείρισης θυμού.
    Γιου Νέσμπε, Ο Άρχοντας της ζήλιας, (Αθήνα: Μεταίχμιο), 2021, σελ. 153

  Μεταφράσεις επεξεργασία