αποπωμάτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπωμάτιση | οι | αποπωματίσεις |
γενική | της | αποπωμάτισης* | των | αποπωματίσεων |
αιτιατική | την | αποπωμάτιση | τις | αποπωματίσεις |
κλητική | αποπωμάτιση | αποπωματίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπωματίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπωμάτιση < αποπωματίζω + -ση < (ελληνιστική κοινή) ἀποπωματίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποπωμάτιση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπωματίζω, η αφαίρεση ενός πώματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπωμάτιση
|