Δείτε επίσης: ἀποπωματίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπωματίζω < (ελληνιστική κοινήἀποπωματίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποπωματίζω (παθητική φωνή: αποπωματίζομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία