αποπωματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποπωματίζομαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος αποπωματίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπωματίζομαι | αποπωματιζόμουν(α) | θα αποπωματίζομαι | να αποπωματίζομαι | ||
β' ενικ. | αποπωματίζεσαι | αποπωματιζόσουν(α) | θα αποπωματίζεσαι | να αποπωματίζεσαι | (αποπωματίζου) | |
γ' ενικ. | αποπωματίζεται | αποπωματιζόταν(ε) | θα αποπωματίζεται | να αποπωματίζεται | ||
α' πληθ. | αποπωματιζόμαστε | αποπωματιζόμαστε αποπωματιζόμασταν |
θα αποπωματιζόμαστε | να αποπωματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποπωματίζεστε | αποπωματιζόσαστε αποπωματιζόσασταν |
θα αποπωματίζεστε | να αποπωματίζεστε | (αποπωματίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποπωματίζονται | αποπωματίζονταν αποπωματιζόντουσαν |
θα αποπωματίζονται | να αποπωματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπωματίστηκα | θα αποπωματιστώ | να αποπωματιστώ | αποπωματιστεί | ||
β' ενικ. | αποπωματίστηκες | θα αποπωματιστείς | να αποπωματιστείς | αποπωματίσου | ||
γ' ενικ. | αποπωματίστηκε | θα αποπωματιστεί | να αποπωματιστεί | |||
α' πληθ. | αποπωματιστήκαμε | θα αποπωματιστούμε | να αποπωματιστούμε | |||
β' πληθ. | αποπωματιστήκατε | θα αποπωματιστείτε | να αποπωματιστείτε | αποπωματιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποπωματίστηκαν αποπωματιστήκαν(ε) |
θα αποπωματιστούν(ε) | να αποπωματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποπωματιστεί | είχα αποπωματιστεί | θα έχω αποπωματιστεί | να έχω αποπωματιστεί | αποπωματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποπωματιστεί | είχες αποπωματιστεί | θα έχεις αποπωματιστεί | να έχεις αποπωματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποπωματιστεί | είχε αποπωματιστεί | θα έχει αποπωματιστεί | να έχει αποπωματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπωματιστεί | είχαμε αποπωματιστεί | θα έχουμε αποπωματιστεί | να έχουμε αποπωματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποπωματιστεί | είχατε αποπωματιστεί | θα έχετε αποπωματιστεί | να έχετε αποπωματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπωματιστεί | είχαν αποπωματιστεί | θα έχουν αποπωματιστεί | να έχουν αποπωματιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποπωματίζομαι
|