αποπληθυσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπληθυσμός < από + πληθυσμός ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) dépopulation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποπληθυσμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπληθυσμός