Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απονύχτερο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
απονύχτερ
ο
τα
απονύχτερ
α
γενική
του
απονύχτερ
ου
των
απονύχτερ
ων
αιτιατική
το
απονύχτερ
ο
τα
απονύχτερ
α
κλητική
απονύχτερ
ο
απονύχτερ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απονύχτερο
<
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
επιθέτου
απονύχτερος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απονύχτερο
ουδέτερο
(
σπάνιο
) η
νύχτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απονύχτερο
→
δείτε
τη λέξη
νύχτα