απονύχτερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απονύχτερα < απονύχτερος + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
απονύχτερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απονύχτερος