↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απονευρωτικός η απονευρωτική το απονευρωτικό
      γενική του απονευρωτικού της απονευρωτικής του απονευρωτικού
    αιτιατική τον απονευρωτικό την απονευρωτική το απονευρωτικό
     κλητική απονευρωτικέ απονευρωτική απονευρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απονευρωτικοί οι απονευρωτικές τα απονευρωτικά
      γενική των απονευρωτικών των απονευρωτικών των απονευρωτικών
    αιτιατική τους απονευρωτικούς τις απονευρωτικές τα απονευρωτικά
     κλητική απονευρωτικοί απονευρωτικές απονευρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απονευρωτικός < απονευρώνω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

απονευρωτικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με την απονεύρωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία