Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απομονωτισμός οι απομονωτισμοί
      γενική του απομονωτισμού των απομονωτισμών
    αιτιατική τον απομονωτισμό τους απομονωτισμούς
     κλητική απομονωτισμέ απομονωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομονωτισμός < απομονωτικός + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απομονωτισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. η τάση για απομόνωση
  2. (πολιτική) η τάση στην πολιτική πρακτική ενός κράτους να απομονώνεται και να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις άλλων κρατών ούτε να επιτρέπει άλλους να αναμειγνύονται στα εσωτερικά του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία