απομονωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απομονωτισμός < απομονωτικός + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπομονωτισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- η τάση για απομόνωση
- (πολιτική) η τάση στην πολιτική πρακτική ενός κράτους να απομονώνεται και να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις άλλων κρατών ούτε να επιτρέπει άλλους να αναμειγνύονται στα εσωτερικά του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απομονωτισμός