Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολλώνιος η απολλώνια το απολλώνιο
      γενική του απολλώνιου της απολλώνιας του απολλώνιου
    αιτιατική τον απολλώνιο την απολλώνια το απολλώνιο
     κλητική απολλώνιε απολλώνια απολλώνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολλώνιοι οι απολλώνιες τα απολλώνια
      γενική των απολλώνιων των απολλώνιων των απολλώνιων
    αιτιατική τους απολλώνιους τις απολλώνιες τα απολλώνια
     κλητική απολλώνιοι απολλώνιες απολλώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολλώνιος < Απόλλων < αρχαία ελληνική Ἀπόλλων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απολλώνιος ουδέτερο

  • που έχει σχέση με τον Απόλλωνα ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία