αποδύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδύομαι < αρχαία ελληνική ἀποδύομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποδύω < ἀπό + δύω
Ρήμα
επεξεργασίααποδύομαι
- γυμνώνομαι, ξεντύνομαι, γδύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου
- (μεταφορικά) καταπιάνομαι με δύσκολο έργο
- (μεταφορικά) μάχομαι, αφιερώνομαι σε αγώνα, μια προσπάθεια ή ένα εγχείρημα
- (μεταφορικά) προσπαθώ, αναλαμβάνω, αφιερώνομαι, «τα δίνω όλα»
- αν τα κορίτσια δεν ενέδιδαν τόσο εύκολα, τα αγόρια δε θα αποδύονταν σε φιλονικίες μεταξύ τους
Συγγενικά
επεξεργασία- απόδυση
- αποδυτήριο
- → δείτε τις λέξεις από και δύω