Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποδεδομένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποδεδομέν
ος
η
αποδεδομέν
η
το
αποδεδομέν
ο
γενική
του
αποδεδομέν
ου
της
αποδεδομέν
ης
του
αποδεδομέν
ου
αιτιατική
τον
αποδεδομέν
ο
την
αποδεδομέν
η
το
αποδεδομέν
ο
κλητική
αποδεδομέν
ε
αποδεδομέν
η
αποδεδομέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποδεδομέν
οι
οι
αποδεδομέν
ες
τα
αποδεδομέν
α
γενική
των
αποδεδομέν
ων
των
αποδεδομέν
ων
των
αποδεδομέν
ων
αιτιατική
τους
αποδεδομέν
ους
τις
αποδεδομέν
ες
τα
αποδεδομέν
α
κλητική
αποδεδομέν
οι
αποδεδομέν
ες
αποδεδομέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποδεδομένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
αποδεδομένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αποδίδω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδεδομένος