↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποαναπτυξιακός η αποαναπτυξιακή το αποαναπτυξιακό
      γενική του αποαναπτυξιακού της αποαναπτυξιακής του αποαναπτυξιακού
    αιτιατική τον αποαναπτυξιακό την αποαναπτυξιακή το αποαναπτυξιακό
     κλητική αποαναπτυξιακέ αποαναπτυξιακή αποαναπτυξιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποαναπτυξιακοί οι αποαναπτυξιακές τα αποαναπτυξιακά
      γενική των αποαναπτυξιακών των αποαναπτυξιακών των αποαναπτυξιακών
    αιτιατική τους αποαναπτυξιακούς τις αποαναπτυξιακές τα αποαναπτυξιακά
     κλητική αποαναπτυξιακοί αποαναπτυξιακές αποαναπτυξιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποαναπτυξιακός < αποανάπτυξη + -ιακός

  Επίθετο

επεξεργασία

αποαναπτυξιακός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την αποανάπτυξη ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  Η πολύχρονη πορεία ζωής όλων αυτών των ανθρώπων και ομάδων έχει αποδείξει ότι υπάρχουν υγιή και δυναμικά κοινωνικά κύτταρα, οι δράσεις των οποίων επιθυμούν να συναντηθούν και να συντονιστούν, έτσι ώστε να εκφραστεί η κοινή πολιτική τους φιλοσοφία, σε μια προοπτική μετασχηματισμού που ανοίγει το δρόμο για μια κοινωνία που θα στηριχθεί: στο αποαναπτυξιακό μοντέλο της οικονομίας των αναγκών, της επάρκειας και του μικρότερου οικολογικού αποτυπώματος στη βάση της αφθονίας των υλικών και άυλων Κοινών, στην κοινοτική οργάνωση με βάση την προσωπική και συλλογική αυτονομία, σε αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς και στη θέσπιση της άμεσης δημοκρατίας με τη μορφή του ομοσπονδιακού Κοινοτισμού. Ισοτιμία , διαφάνεια, ενεργή συμμετοχή και συναίνεση στην λήψη αποφάσεων είναι βασικές αρχές της λειτουργίας της “Από κοινού” συνέλευσης. (https://www.ertnews.gr)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία