απεριδίνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απεριδίνητος < α- + περιδίνητος
Επίθετο επεξεργασία
απεριδίνητος, -η, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) που δεν περιδινείται
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεριδίνητος
|
Πηγές επεξεργασία
- απεριδίνητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)