απαιδαγώγητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαιδαγώγητος < αρχαία ελληνική ἀπαιδαγώγητος
Επίθετο
επεξεργασίααπαιδαγώγητος, -η, -ο
- που δεν είναι διαπαιδαγωγημένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαιδαγώγητος
|