Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αουστριακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αουστριακός η αουστριακή το αουστριακό
      γενική του αουστριακού της αουστριακής του αουστριακού
    αιτιατική τον αουστριακό την αουστριακή το αουστριακό
     κλητική αουστριακέ αουστριακή αουστριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αουστριακοί οι αουστριακές τα αουστριακά
      γενική των αουστριακών των αουστριακών των αουστριακών
    αιτιατική τους αουστριακούς τις αουστριακές τα αουστριακά
     κλητική αουστριακοί αουστριακές αουστριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αουστριακός -ή, -ό(ν)

  • (παρωχημένο) αυστριακός
    ※  Αὐτὴν τὴν εἴδησιν τὴν ἔφερεν ἓν μίστικον ψαριανὸν εἰς Μαραθόκαμπον, τὴν ὁποίαν ἐβεβαιώθη ἀπὸ ἀουστριακὸν ἐμπορικὸν πλοῖον, καὶ ἦλθεν ἐπίτηδες, καὶ πρὸς εἴδησίν σας.
    Επιστολή Λ. Λογοθέτη προς ναύαρχο Σπετσών Γ. Ανδρούτσο, 29 Ιουλίου 1824 [Χατζηαναργύρου Α. (1861) Τα σπετσιώτικα, Αθήνα, τ.Α σ. ξα΄ στο Internet Archive ]