Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξονοειδής η αξονοειδής το αξονοειδές
      γενική του αξονοειδούς* της αξονοειδούς του αξονοειδούς
    αιτιατική τον αξονοειδή την αξονοειδή το αξονοειδές
     κλητική αξονοειδή(ς) αξονοειδής αξονοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξονοειδείς οι αξονοειδείς τα αξονοειδή
      γενική των αξονοειδών των αξονοειδών των αξονοειδών
    αιτιατική τους αξονοειδείς τις αξονοειδείς τα αξονοειδή
     κλητική αξονοειδείς αξονοειδείς αξονοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξονοειδής < άξον(ας) + -ο- + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

αξονοειδής, -ής, -ές

  • που στο σχήμα μοιάζει με άξονα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία