Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανόργανη ένωση οι ανόργανες ενώσεις
      γενική της ανόργανης ένωσης των ανόργανων ενώσεων
    αιτιατική την ανόργανη ένωση τις ανόργανες ενώσεις
     κλητική ανόργανη ένωση ανόργανες ενώσεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανόργανη ένωση < → δείτε τις λέξεις ανόργανη και ένωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inorganic compound)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ανόργανη ένωση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία