ανόργανη ένωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανόργανη ένωση < → δείτε τις λέξεις ανόργανη και ένωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inorganic compound)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ανόργανη ένωση θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανόργανη ένωση