↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αντιρρευματικά
      γενική των αντιρρευματικών
    αιτιατική τα αντιρρευματικά
     κλητική αντιρρευματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιρρευματικά < ουδέτερο του αντιρρευματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antirheumatic < ἀντί + αρχαία ελληνική ῥευματικός < ῥεῦμα < ῥέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιρρευματικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αντιρρευματικά