αντιρομαντισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιρομαντισμός < αντι- + ρομαντισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiromanticism)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιρομαντισμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) κίνημα ή στάση που αντιτίθεται στον ρομαντισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιρομαντισμός