↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπυρκαγιά οι αντιπυρκαγιές
      γενική της αντιπυρκαγιάς των αντιπυρκαγιών
    αιτιατική την αντιπυρκαγιά τις αντιπυρκαγιές
     κλητική αντιπυρκαγιά αντιπυρκαγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπυρκαγιά < αντι- + πυρκαγιά (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-feu)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιπυρκαγιά θηλυκό

  • ο αντεμπρησμός
    Παράξενο στο άκουσμα, στο ευρύ κοινό, αλλά όχι στο πυροσβεστικό γίγνεσθαι, όπου ο λεγόμενος αντεμπρησμός, ή αντιπυρκαγιά, ή αντιπυρά, αποτελεί μια από τις λεγόμενες «έμμεσες ξηρές μεθόδους κατάσβεσης δασικών πυρκαγιών. Με τη συγκεκριμένη μέθοδο, οι πυροσβέστες βάζουν φωτιά προκαλώντας μέτωπο πυρκαγιάς αντίθετα από τη διεύθυνση του ανέμου, με σκοπό να πλησιάσουν το κύριο μέτωπο της δασικής φωτιάς και να το εξουδετερώσουν. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία