↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιοικολογικός η αντιοικολογική το αντιοικολογικό
      γενική του αντιοικολογικού της αντιοικολογικής του αντιοικολογικού
    αιτιατική τον αντιοικολογικό την αντιοικολογική το αντιοικολογικό
     κλητική αντιοικολογικέ αντιοικολογική αντιοικολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιοικολογικοί οι αντιοικολογικές τα αντιοικολογικά
      γενική των αντιοικολογικών των αντιοικολογικών των αντιοικολογικών
    αιτιατική τους αντιοικολογικούς τις αντιοικολογικές τα αντιοικολογικά
     κλητική αντιοικολογικοί αντιοικολογικές αντιοικολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιοικολογικός < αντι- + οικολογικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιοικολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία