αντιμυκητιασικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααντιμυκητιασικός, -ή, -ό
- αυτός που χρησιμεύει στην καταπολέμηση των μυκήτων
- το αντιμυκητιασικό φάρμακο ή σκεύασμα, η αντιμυκητιασική θεραπεία, ο αντιμυκητιασικός πάτος των παπουτσιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιμυκητιασικός
|