↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμυκητιασικός η αντιμυκητιασική το αντιμυκητιασικό
      γενική του αντιμυκητιασικού της αντιμυκητιασικής του αντιμυκητιασικού
    αιτιατική τον αντιμυκητιασικό την αντιμυκητιασική το αντιμυκητιασικό
     κλητική αντιμυκητιασικέ αντιμυκητιασική αντιμυκητιασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμυκητιασικοί οι αντιμυκητιασικές τα αντιμυκητιασικά
      γενική των αντιμυκητιασικών των αντιμυκητιασικών των αντιμυκητιασικών
    αιτιατική τους αντιμυκητιασικούς τις αντιμυκητιασικές τα αντιμυκητιασικά
     κλητική αντιμυκητιασικοί αντιμυκητιασικές αντιμυκητιασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμυκητιασικός < αντί + μυκητίαση (< μύκητας) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιμυκητιασικός, -ή, -ό

  1. αυτός που χρησιμεύει στην καταπολέμηση των μυκήτων
    το αντιμυκητιασικό φάρμακο ή σκεύασμα, η αντιμυκητιασική θεραπεία, ο αντιμυκητιασικός πάτος των παπουτσιών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία