αντιδιαισθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμεταφραστικό δάνεια απ' τ' αγγλικά counter-intuitive/counterintuitive
Επίθετο
επεξεργασία- (σπάνιο) δύσκολο να προβλεφθεί διαισθητικά, αντίθετο με αυτό που θα επέλεγε κανείς χωρίς να πολυσκεφτεί