counterintuitive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | counterintuitive |
συγκριτικός | more counterintuitive |
υπερθετικός | most counterintuitive |
Ετυμολογία
επεξεργασία- counterintuitive < counter- + intuitive Λέξη που δημιούργησε ο Νόαμ Τσόμσκι.
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcounterintuitive (en)
- αντιδιαισθητικός, δύσκολο να προβλεφθεί διαισθητικά, αντίθετο με αυτό που θα επέλεγε κανείς χωρίς να πολυσκεφτεί
- ⮡ Any action to remove the sanctions which are in place would be counterintuitive and paradoxical.
- Οποιαδήποτε ενέργεια για την άρση των κυρώσεων που εφαρμόζονται επί του παρόντος θα ήταν αντιδιαισθητική και παράδοξη.
- ⮡ Any action to remove the sanctions which are in place would be counterintuitive and paradoxical.