counterintuitively
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | counterintuitively |
συγκριτικός | more counterintuitively |
υπερθετικός | most counterintuitively |
Ετυμολογία επεξεργασία
- counterintuitively < counterintuitive + -ly
Επίρρημα επεξεργασία
counterintuitively (en)
- αντίθετα προς τη φυσική μου ροπή, με τρόπο που είναι το αντίθετο από αυτό που θα περίμενα ή αυτό που φαίνεται να είναι προφανές
- ↪ He soon found out however that, perhaps counterintuitively, private schools could offer a higher level of education to the poor.
- Διαπίστωσε σύντομα όμως ότι, αντίθετα ίσως προς τη φυσική του ροπή, τα ιδιωτικά σχολεία μπορούσαν να προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης στους φτωχούς.
- ↪ He soon found out however that, perhaps counterintuitively, private schools could offer a higher level of education to the poor.