αντιαρθριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιαρθριτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααντιαρθριτικός
- που καταπολεμά την αρθρίτιδα
- αντιαρθριτικό φάρμακο
- έχει αντιαρθριτική δράση
- αντιαρθριτική φόρμουλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιαρθριτικός