Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιαλγικός η αντιαλγική το αντιαλγικό
      γενική του αντιαλγικού της αντιαλγικής του αντιαλγικού
    αιτιατική τον αντιαλγικό την αντιαλγική το αντιαλγικό
     κλητική αντιαλγικέ αντιαλγική αντιαλγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιαλγικοί οι αντιαλγικές τα αντιαλγικά
      γενική των αντιαλγικών των αντιαλγικών των αντιαλγικών
    αιτιατική τους αντιαλγικούς τις αντιαλγικές τα αντιαλγικά
     κλητική αντιαλγικοί αντιαλγικές αντιαλγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιαλγικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αντιαλγικός, -ή, -ό

  • που καταπραΰνει τον πόνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία