αντιαιμορραγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιαιμορραγικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αντιαιμορραγικός
- που αποβλέπει στην πρόληψη ή την παύση μιας αιμορραγίας
- η βιταμίνη Κ έχει αντιαιμορραγική δράση
- αντιαιμορραγική βιταμίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιαιμορραγικός