αντεξέταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντεξέταση | οι | αντεξετάσεις |
γενική | της | αντεξέτασης* | των | αντεξετάσεων |
αιτιατική | την | αντεξέταση | τις | αντεξετάσεις |
κλητική | αντεξέταση | αντεξετάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεξετάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντεξέταση < αντεξετάζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντεξέταση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αντεξετάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντεξέταση
|