Δείτε επίσης: ἀντεξετάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντεξετάζω < (ελληνιστική κοινήἀντεξετάζω

  Ρήμα επεξεργασία

αντεξετάζω (παθητική φωνή: αντεξετάζομαι)

  1. εξετάζω με τη σειρά μου
  2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω
  3. (νομικός όρος) εξετάζω κατ’ αντιπαράσταση

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία